- νοότης
- νοότης, ητος, ἡ,A intellectuality,
τῆς νοότητος ὡς ἁπλουστέρας οὔσης τοῦ νοῦ καὶ οἷον ἕξεως τοῦ νοεῖν Procl.in Prm.p.863S.
, cf. Dam.Pr.58.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῆς νοότητος ὡς ἁπλουστέρας οὔσης τοῦ νοῦ καὶ οἷον ἕξεως τοῦ νοεῖν Procl.in Prm.p.863S.
, cf. Dam.Pr.58.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νοότης — νοότης, ἡ (Α) η ιδιότητα τού νου, η ικανότητα τής διάνοιας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + κατάλ. ότης] … Dictionary of Greek
νοότης — intellectuality fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοότητα — νοότης intellectuality fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοότητος — νοότης intellectuality fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)